- υποβιταμίνωση
- Μορφή αβιταμίνωσης, που οφείλεται σε ανεπαρκή λήψη μιας ή περισσοτέρων βιταμινών και προκαλεί ένα σύνολο παθολογικών φαινομένων. Βλ. λ. βιταμίνες.
* * *η, Νιατρ. σχετική ή απόλυτη έλλειψη μιας ή περισσότερων βιταμινών, που προκαλεί μεταβολικές διαταραχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βιταμίνη + κατάλ. -ωση. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypoavitaminose].
Dictionary of Greek. 2013.